- μουστόπιττα
- μουστόπιττα, ἡ,A = οἰνοῦττα, Sch.Ar.Pl.1122.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουστόπιττα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουστόπιτταν — μουστόπιττα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουστόπιτα — η (Μ μουστόπιττα) η μουσταλευριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦστος + πίτα] … Dictionary of Greek